- καραβόσκυλος
- ο και καραβόσκυλο, το1. ο σκύλος τού καραβιού που παραμένει διαρκώς μέσα στο πλοίο για να τό φυλάγει2. άγριος και μεγαλόσωμος σκύλος3. (για πρόσ.) άγριος, ακοινώνητος, αγριάνθρωπος4. (για ναυτικούς) αυτός που σπάνια βγαίνει από το πλοίο, πολύπειρος, καραβόγατος, θαλασσόλυκος.
Dictionary of Greek. 2013.